Μιά οικογενειακή ιστορία

Η γαστρονομική πορεία του Κάβου ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1964, όταν ο Τάκης Βλάσσης σκέφτηκε να μετατρέψει το παραλιακό «θέρετρο» της οικογένειας σε χώρο φιλοξενίας της γεύσης. Την ιδέα υποστήριξαν θερμά η γυναίκα του, κα. Παγώνα, και ο πατέρας του, Αναστάσιος, κι έτσι το πετρόχτιστο μονόχωρο που επί πέντε γενιές χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη σιτηρών μεταμορφώθηκε σε μια λιτή ψαροταβέρνα.

Αρχικά δεν υπήρχε καν ηλεκτρικό ρεύμα: τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Κάβου φωτίστηκαν από λάμπες λαδιού και την ταπεινή λάμψη από τα κάρβουνα της ψησταριάς. Η τεχνολογία ήρθε λίγο αργότερα, για να συνδράμει την αφοσίωση της οικογένειας στα φρέσκα υλικά και στο καλό φαγητό, χειμώνα-καλοκαίρι.

Με τα χρόνια, τα «καλά νέα» του Κάβου κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα και οι σταθεροί πελάτες έγιναν περισσότεροι. Καθώς η μία γενιά διαδεχόταν την άλλη, τη σκυτάλη του Κάβου παρέλαβε το 1997 ο γιος του κυρίου Τάκη, Τάσος. Στο μενού της αμιγούς ψαροφαγίας εντάχθηκε (δειλά αρχικά) και η μακαρονάδα με οστρακοειδή, που κατέληξε να γίνει ξακουστή σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Σήμερα, ο Τάσος μαζί με την ακούραστη Κυρά-Παγώνα, συνεχίζουν να διατηρούν τη φήμη του Κάβου ζωντανή: με το μεράκι και το σεβασμό που αισθάνονται για τη δουλειά τους, αλλά και με το σεβασμό που αισθάνονται πως οφείλουν προς τον κάθε επισκέπτη που τους τιμά με την παρουσία του.